αφαγιά

αφαγιά
και -γία, η (Μ ἀφαγία)
στέρηση τροφής, ανεπαρκής σίτιση
νεοελλ.
λιγοφαγία, το να τρώει κανείς λίγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αφαγία — αφαγία, η και αφαγιά, η και αναφαγιά, η το να μην τρώει κανείς, η λιγοφαγία, η νηστεία: Από την αναφαγιά έφεξε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • ακρασία — (I) η (Α ἀκρασία) [ἄκρατος] κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών τού σώματος, δυσκρασία αρχ. η μη υγιεινή σύσταση τού αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα. (II) ἀκρασία, η (Α) η ακράτεια*. (III) ἀκρασία, η (Μ) έλλειψη κρασιού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”